Όλ@ όσ@ χορεύουμε μπαλέτο και έχουμε μια σχέση αγάπης-μίσους μαζί του, γνωρίζουμε στο πετσί μας την ανάγκη και την προσπάθεια να πετύχουμε σωστά τεχνικά και ψηλά πηδήματα που θα μας κάνουν να μοιάζουμε ελαφρι@ σαν να αψηφούμε τη βαρύτητα. Πριν όμως αρχίσουμε να μιλάμε για μυς, τεχνικές και ασκήσεις που συμβάλλουν στα πηδήματα στο μπαλέτο, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τις κατηγορίες των πηδημάτων και την μηχανική τους. Όσο δυνατούς μυς και να χτίσουμε, εάν δεν κατακτήσουμε την σωστή μεταφορά βάρους, στους σωστούς άξονες, τη σωστή στιγμή, τότε δεν θα καταφέρουμε πότε να φύγουμε από το έδαφος με ελαφρότητα και χάρη.
Οι βασικές κατηγορίες πηδημάτων μπαλέτου είναι 4 και διαχωρίζονται με βάση την κατανομή του βάρους στα πόδια κατά την απογείωση και την προσγείωση. Στο βιβλίο Both Sides of the Mirror : The Science and Art of Ballet της Anna Paskevska, εξετάζεται η ροή της ενέργειας των πηδημάτων αυτών των κατηγοριών σε συσχέτιση με τη γραμμή της βαρύτητας, το κέντρο και τον άξονα του σώματος.
Τι εννοούμε όμως με τη ροή της ενέργειας και γιατί μιλάμε γι’ αυτήν σε σχέση με τα πηδήματα; Η ενέργεια που βρίσκεται στο σώμα μας συμμετέχει στην ποιότητα της κίνησης που παράγουμε. Βοηθάει να φανταστούμε την ενέργεια ως κάτι που κινείται και περνάει από όλα τα σημεία του σώματος και μπορεί να βγει και έξω από αυτό. Μπορούμε να της δώσουμε ακόμη και κάποιο χρώμα. Έτσι, βοηθάμε το μυαλό μας να ενεργοποιήσει τα βαθύτερα σημεία των μυών μας. Η ροή της λοιπόν, καθορίζει τον βαθμό ‘επίθεσης’ ή ‘εκρηκτικότητας’ που επενδύουμε σε κάθε κίνηση. Η αίσθηση που δίνουμε με την κίνησή μας βασίζεται στην ποιότητα αυτής της ‘επίθεσης’/’έκρηξης’. Τα βασικά μοτίβα ροής ενέργειας είναι δύο. Το ένα διοχετεύεται προς τα έξω από το σώμα στον χώρο και παράγει κίνηση και το άλλο διατηρείται εσωτερικά στο σώμα, προς το κέντρο της βαρύτητας και παράγει ισορροπία. Για παράδειγμα η ροή της ενέργειας στο adagio είναι αργή και σταθερή, στο petit allegro έρχεται σε εκρήξεις και στο grand allegro οι δύο ποιότητες συνδυάζονται.
Η πρώτη κατηγορία πηδημάτων είναι από τα δύο πόδια στα δύο και περιέχει τα sauté, changement, soubresaut, échappé sauté, τα ζυγά entrechat και το royale. Αυτά τα πηδήματα δεν απαιτούν μεταφορά βάρους. Και τα δύο πόδια πρέπει να σπρώχνουν εξίσου το πάτωμα για την απογείωση και να αποδέχονται εξίσου το βάρος στην προσγείωση. Αυτά τα άλματα προετοιμάζουν τ@ χορευτ@ να νιώσει τον κάθετο άξονα, από τον οποίο πάντα θα περνάει στα υπόλοιπα πηδήματα.
Η δεύτερη κατηγορία πηδημάτων στο μπαλέτο είναι από τα δύο πόδια στο ένα και περιέχει όλες τις sissonne και τα μονά entrechat. Σε αυτή την κατηγορία η ώθηση δίνεται εξίσου και από τα δύο πόδια, αλλά το βάρος μεταφέρεται στο ένα πόδι είτε στο ψηλότερο σημείο του πηδήματος, είτε πριν τη στιγμή της προσγείωσης. Όταν μιλάμε για μεταφορά βάρους εννοούμε το κέντρο του σώματος που διατηρεί το μεγαλύτερο μέρος του βάρος ως προς τον άξονα του σώματος. Αυτό είναι η λεκάνη. Επομένως δεν βασιζόμαστε μόνο στα πόδια αλλά κυρίως στο που τοποθετούμε την λεκάνη και πόσο συνειδητά την παίρνουμε μαζί μας όταν πηδάμε. Όποια θέση και αν παίρνει ο κορμός μας-εντός ή εκτός άξονα-η λεκάνη πρέπει πάντα να βρίσκεται στο κέντρο του βάρους μας. Αυτό βοηθάει στην γρήγορη μετάβαση στο επόμενο πήδημα χωρίς να χάνεται χρόνος και ενέργεια στην ανάκτηση του κέντρου βάρους μας.
Η τρίτη κατηγορία αφορά τα πηδήματα στο μπαλέτο που εκτελούνται από το ένα πόδι στο ένα πόδι. Στην περίπτωση του temps levé που εκτελείται από το ένα πόδι στο ίδιο, η ικανότητα την λεκάνης να απορροφά το βάρος δίνει ελαφρότητα στο πόδι ώστε να λειτουργεί ως ελατήριο και να πραγματοποιεί πολλά πηδήματα στη σειρά. Χωρίς τη συμμετοχή της λεκάνης, το πόδι δεν έχει τόση δύναμη να σηκώσει το βάρος του σώματος. Στην περίπτωση πηδήματος από το ένα πόδι στο άλλο, όπως το grand jete, το βάρος, στην έναρξη, βρίσκεται στο σταθερό πόδι ώστε να είναι ελεύθερο το ενεργητικό να ανοίξει. Στη συνέχεια, το βάρος (λεκάνη) μεταφέρεται στο κέντρο ώστε να μπορέσει να πιέσει το σταθερό πόδι το έδαφος και να εκτοξευτεί ψηλά. Και τέλος, το βάρος μεταφέρεται στο πόδι που έφυγε πρώτο και θα προσγειωθεί πρώτο, για ασφαλή προσγείωση. Οποιαδήποτε καθυστέρηση ή βιασύνη της λεκάνης έχει ως αποτέλεσμα ένα χαμηλό και άτσαλο πήδημα.
Η τέταρτη κατηγορία αναφέρεται στα πηδήματα από το ένα πόδι στα δύο, όπως το assemblé. Για την ώθηση του πηδήματος ακολουθούνται οι κανόνες της της τρίτης κατηγορίας και για την προσγείωση ακολουθούνται οι αρχές της πρώτης.
Φυσικά, το πρώτο που σκεφτόμαστε όταν αναρωτιόμαστε από τι εξαρτώνται τα πηδήματα στο μπαλέτο είναι η τεχνική και ο συντονισμός. Ο τρόπος που τοποθετούμε το σώμα, τα χέρια και το κέντρο βάρους μας εντός ή εκτός άξονα παίζει σημαντικό ρόλο σε ένα σωστό τεχνικά πήδημα καθώς και σε ένα ψηλό πήδημα. Όπως αναφέρθηκε και στην εισαγωγή πρώτα πρέπει να αποκτήσουμε σωστή γνώση των τεχνικών απαιτήσεων και της μηχανικής κάθε κατηγορίας πηδημάτων για να μπορέσουμε να το εκτελέσουμε σωστά.
Τα ψηλά πηδήματα στο μπαλέτο όμως είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Η δύναμη είναι ένας από αυτούς. Το επιστημονικό άρθρο The Dancer as a Performing Athlete: Physiological Considerations των Yiannis Koutedakis και Athanasios Jamurtas, εξηγεί πόσο σημαντική είναι η συμπληρωματική γυμναστική για τ@ χορευτ@, καταρρίπτοντας την επιστημονικά αβάσιμη πεποίθηση ετών, ότι οι ασκήσεις ενδυνάμωσης εκτός του μπαλέτου έχουν ως αποτέλεσμα την υπερτροφία των μυών χαλώντας την αισθητική εικόνα του χορευτικού σώματος. Αντιθέτως, όσο πιο μεγάλες απαιτήσεις αποκτά το μπαλέτο, τόσο πιο απαραίτητη γίνεται η συμπληρωματική ενδυναμωτική γυμναστική-όταν εκτελείται σωστά και όχι με στόχο τον όγκο-για την επιτυχή εκτέλεση του βηματολογίου και την αποφυγή τραυματισμών. Πιο συγκεκριμένα οι δυνατοί τετρακέφαλοι, οπίσθιοι μηριαίοι, γλουτιαίοι και μύες της γάμπας είναι απαραίτητη για την εκρηκτική απογείωση στα πηδήματα.
Κατά την έρευνα Anthropometric Factors Affecting Vertical Jump Height in Ballet Dancers των Matthew Wyon, Nicolas Allen, Manuela Angioi, Alan Nevill, and Emily Twitchett, εξετάστηκαν ανθρωπομετρικοί παράγοντες και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το ύψος των κατακόρυφων πηδημάτων στο μπαλέτο επηρεάζεται από το φύλο, το επίπεδο τ@ν χορευτ@ν, την περιφέρεια, το μήκος των κάτω άκρων, τη διάμετρο του μηρού και της γάμπας και τη μυϊκή μάζα. Πιο συγκεκριμένα, οι άνδρες πηδούσαν πιο ψηλά από τις γυναίκες καθώς παρουσίασαν μεγαλύτερη περιφέρεια μηρού και γάμπας, επομένως η ικανότητα για ψηλά πηδήματα συνδέεται με τη μυϊκή μάζα. Ακόμη, παρατηρήθηκε ότι όσο μεγαλύτερο είναι το επίπεδο και η θέση τ@ν χορευτ@ν στην ομάδα, τόσο καλύτερη επίδοση παρουσιάζουν στα πηδήματα.
Η ευκαμψία των τενόντων φαίνεται να είναι ένας ακόμη παράγοντας που επηρεάζει το ύψος των πηδημάτων στο μπαλέτο, σύμφωνα με την έρευνα Influence of elastic properties of tendon structures on jump performance in humans των Keitaro Kubo, Yasuo Kawakami και Tetsuo Fukunaga. Οι πιο εύκαμπτοι τένοντες φαίνεται να ενισχύουν την απόδοση σε πηδήματα που περιλαμβάνουν γρήγορη διάταση πριν από τη σύσπαση. Αυτό συμβαίνει γιατί οι πιο ευλύγιστοι τένοντες κάνουν καλύτερη αποθήκευση και χρήση της ελαστικής ενέργειας, σε αντίθεση με τους πιο άκαμπτους που δεν απελευθερώνουν ελαστική ενέργεια κάνοντάς τους λιγότερο αποτελεσματικούς σε εκρηκτικές κινήσεις.
Στην έρευνα Manipulation of Rest Period Length Induces Different Causes of Fatigue in Vertical Jumping, των G. Pereira, C. Morse, C. Ugrinowitsch, A. Rodacki, E. Kokubun και N. Fowler, εξετάστηκε η σχέση των περιόδων ξεκούρασης ανάμεσα στα πηδήματα με την κόπωση και την απόδοση. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι για καλύτερη αντοχή στα πηδήματα, οι μεγαλύτερες περίοδοι ξεκούρασης ανάμεσα τους είναι πιο ωφέλιμες. Ωστόσο, η μικρότερη ξεκούραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην προπόνηση για να αυξηθεί η αντίσταση στην κόπωση και η νευρομυϊκή προσαρμογή.
Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν τα πηδήματα στο μπαλέτο είναι η καλή ξεκούραση ανάμεσα στις απαιτητικές προπονήσεις για αποκατάσταση των μυών, η σωστή διατροφή για την ολοκληρωμένη φροντίδα τους, και η κινητικότητα στους αστραγάλους και τα ισχία.
H μελέτη The Influence of Stature on Human Vertical Jumping Performance του Sam J. Allen εξετάζει πως το ύψος τον ανθρώπων επηρεάζει την ικανότητά τους για ψηλά πηδήματα στον κάθετο άξονα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα ψηλότερα άτομα μπορούν να πηδήξουν και ψηλότερα, αλλά η επιτάχυνση και η ισχύς τους είναι χαμηλότερη σε σύγκριση με τα κοντύτερα άτομα. Αυτό συμβαίνει γιατί ενώ οι ψηλότεροι άνθρωποι έχουν μακρύτερα άκρα, επιτρέποντας μεγαλύτερη ταχύτητα, έχουν επίσης περισσότερη μάζα να κινήσουν, γεγονός που μειώνει την επιτάχυνση. Η μελέτη προτείνει ότι το ύψος μπορεί να είναι ένα πλεονέκτημα σε δραστηριότητες που απαιτούν υψηλή ταχύτητα, όπως το τρέξιμο και το κολύμπι, αλλά μπορεί να είναι ένα μειονέκτημα σε δραστηριότητες που χρειάζονται γρήγορες εκρήξεις δύναμης.
Αυτή είναι μόνο μία από τις μελέτες που έχουν γίνει ή θα γίνουν στο μέλλον. Το κάθε σώμα ανάλογα με το επίπεδό του και τη διάπλασή του μπορεί να συμπεριφέρεται διαφορετικά αλλά πάντα βοηθάει να γνωρίζουμε κάποια στοιχεία για τη μηχανική του σώματός μας, να παρατηρούμε πως εφαρμόζονται στο δικό μας και να προσαρμοζόμαστε ανάλογα δίνοντας προσοχή σε αυτά που χρειάζεται να δουλέψουμε περισσότερο.
Πριν αναφερθούμε στο πως επηρεάζει το βάρος την ικανότητά μας να πηδάμε ψηλά στο μπαλέτο, πρέπει να αποσαφηνίσουμε τι εννοούμε με την έννοια ‘βάρος’. Όπως αναφέραμε και παραπάνω το αυξημένο βάρος της μυϊκής μάζας πολλές φορές είναι και ωφέλιμο καθώς είναι αποτέλεσμα ενδυνάμωσης και βοηθάει στην απογείωση στα πηδήματα. Το βάρος με το οποίο θα ασχοληθούμε για να απαντήσουμε την ερώτηση και με το οποίο ασχολείται και το επιστημονικό άρθρο το οποίο συμβουλευτήκαμε, αναφέρεται στο λίπος και πως το ποσοστό του επηρεάζει την ικανότητά μας να πηδάμε ψηλά. Κάποια αθλήματα έχουν πολύ αυστηρούς κανόνες που αφορούν το ποσοστό μυϊκής μάζας και λίπους και υπάρχουν συγκεκριμένοι κανονισμοί που καθορίζουν το επιθυμητό βάρος. Σε άλλα αθλήματα όμως, το ‘επιθυμητό’ βάρος καθορίζεται από την προσωπική αντίληψη του εκάστοτε προπονητή. Το μπαλέτο ανήκει στην δεύτερη κατηγορία. Εμείς δεν θα ασχοληθούμε με το ‘αισθητικά επιθυμητό’ βάρος τ@ν χορευτ@ν καθώς το συγκεκριμένο άρθρο ασχολείται με την μηχανική της κίνησης και διότι το επιθυμητό ποσοστό λίπους για ένα υγιές και πλήρως λειτουργικό σώμα δεν είναι το ίδιο για όλους. Όπως έχουμε αναφέρει και στο άρθρο μας Πως να Ανακαλύψεις την Κατάλληλη Διατροφή για ‘σένα, στόχος δεν είναι να ακολουθήσουμε τις οδηγίες για να φτάσουμε το σώμα κάποιου άλλου, καθώς έχουμε διαφορετικές ιδιαιτερότητες και ανάγκες. Κάτι που είναι ωφέλιμο και υγιές για ένα σώμα μπορεί να είναι καταστροφικό για ένα άλλο.Παρ ’όλα αυτά δεν είναι ξεκάθαρη η διαφορά ανάμεσα στα άτομα που ξεκινάνε για πρώτη φορά την άθληση έχοντας μεγαλύτερο βάρος από το βέλτιστο για το σώμα τους, και στα άτομα που αποκτούν παραπανίσιο βάρος αφού ήδη εξασκούν το άθλημα για μεγάλο διάστημα. Δεν γίνεται ξεκάθαρη η σημασία του βασικού βάρους σε σχέση με την στιγμή έναρξης της άθλησης. Για παράδειγμα, κάποιο άτομο που ξεκινάει μπαλέτο έχοντας παραπάνω ποσοστό λίπους από το επιθυμητό για το δικό του υγιές σώμα, και εξασκεί την τεχνική του με αυτό το ποσοστό ως βάση, το δυσκολεύει το επιπλέον βάρος, σε αντίθεση με ένα άτομο που είχε το επιθυμητό βάρος όταν ξεκίνησε να χορεύει, εξασκήθηκε με αυτό ως βάση και μετά απέκτησε το επιπλέον βάρος;Κλείνοντας αυτή την ερώτηση, να αναφέρουμε άλλη μία φορά ότι με το ‘επιθυμητό βάρος’ εννοούμε πάντα σε σχέση με τις ανάγκες του κάθε σώματος ξεχωριστά.
Σε αυτό το άρθρο δεν θα αποπειραθούμε να σας προτείνουμε ασκήσεις, καθώς ως χορευτ@ γνωρίζετε πάρα πολλές και μπορείτε να συμβουλευτείτε τ@ δασκάλ@ σας και να σας προτείνουν ασκησιολόγιο.Αρχικά πρέπει να κατανοήσετε την μηχανική κίνησης του σώματός σας, πως επηρεάζει η φυσιολογία σας και άλλοι παράγοντες την ικανότητά σας να πηδήξετε και να μάθετε σωστά τις τεχνικές απαιτήσεις κάθε πηδήματος. Στη συνέχεια, μπορείτε να ενσωματώσετε το ασκησιολόγιο και να προσαρμόσετε το μάθημα μπαλέτου σύμφωνα με τις ανάγκες σας και τις τεχνικές που πρέπει να δουλέψετε. Τέλος, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω η συμπληρωματική άσκηση ενδυνάμωσης και οι πλειομετρικές ασκήσεις βελτιώνουν αισθητά την ικανότητα για ψηλά πηδήματα στο μπαλέτο, καθώς προστατεύουν το σώμα από τραυματισμούς.
ΠΗΓΕΣ
Wyon, M., Allen, N., Angioi, M., Nevill, A., & Twitchett, E. (2006). Anthropometric Factors Affecting Vertical Jump Height in Ballet Dancers. Journal of Dance Medicine & Science, 10(3 & 4), 106-107.
Blanco Ochoa, P. (2016). Comparison of body composition, neuromuscular characteristics and anaerobic endurance between novice, semi-professional and professional ballet dancers (Master’s thesis). Edith Cowan University.
Koutedakis, Y., Stavropoulos-Kalinoglou, A., & Metsios, G. (2005). The Significance of Muscular Strength in Dance. Journal of Dance Medicine & Science, 9(1), 29.
Becker, B. (1992). The Effect of Experimental Alterations in Excess Weight on Vertical Jump Performance (Master’s thesis). University of Northern Iowa.
Koutedakis, Y., & Jamurtas, A. (2004). The Dancer as a Performing Athlete: Physiological Considerations. Sports Medicine, 34(10), 651–661.
Pereira, G., Morse, C., Ugrinowitsch, C., Rodacki, A., Kokubun, E., & Fowler, N. (2009). Manipulation of Rest Period Length Induces Different Causes of Fatigue in Vertical Jumping. International Journal of Sports Medicine, 30(5), 325–330.
Kubo, K., Kawakami, Y., & Fukunaga, T. (1999). Influence of elastic properties of tendon structures on jump performance in humans. Journal of Applied Physiology, 87(6), 2090–2096.
Paskevska, A. (1992). Weight Transference and Jumps. In Both Sides of the Mirror: The Science and Art of Ballet (pp. 1–210). Princeton Book Company.